«Πώς μπορεί να κοιμάστε ακόμα;»



Έτσι καταλήγουν οι στίχοι του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου για το έπος του Πολυτεχνείου. Απευθύνεται στις μάζες που αδρανούν, που αδιαφορούν για τη σφαγή, που βλέπουν τα τανκς να περνάνε πάνω από τα κορμιά των φοιτητών, που ακούνε τους πυροβολισμούς να σκίζουν τον αέρα και μένουν άπραγοι σπίτι τους.

Πόσο επίκαιροι είναι οι στίχοι του Ρίτσου, αφού η φετινή επέτειος της 17ης Νοεμβρίου βρίσκει τη χώρα να έχει κηρυχθεί  σε εθνικό πένθος με δεκάδες νεκρούς και τραυματίες , εξαιτίας των έντονων βροχοπτώσεων, των φονικών μπαζωμάτων και της εγκληματικής ανθρώπινης παρέμβασης στο περιβάλλον

Πόσο επίκαιροι είναι οι στίχοι του Ρίτσου, αφού στη φετινή επέτειο ,το Πολυτεχνείο  βρίσκεται για δεύτερη μέρα υπό κατάληψη  από αντιεξουσιαστές, οι οποίοι εμποδίζουν την έναρξη των εκδηλώσεων για τον εορτασμό της επετείου και την απόδοση φόρου τιμής σ΄ αυτούς που αντιστάθηκαν και αγωνίστηκαν.

Για τη φετινή επέτειο ας αφήσουμε τους στίχους του Ρίτσου να μιλήσουν…:

Γιάννης Ρίτσος – 16 και 17 Νοέμβρη 1973

Αθήνα 16 Νοεμβρίου 1973

Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια.

Ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,

Αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,

Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, – πως μεγαλώνει

το μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου;

17 Νοεμβρίου

Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς,

πικρή πολιτεία,

αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι-

ποιος θα πει : περιμένω απ’ το μέσα μαύρο;

Μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια

μ΄ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο

κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,

και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια

ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω

απ’ τα καπνισμένα αγάλματα

κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη

στις λεωφόρους.

Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς

πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;