ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ – 40 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ…


«Πώς μπορεί να κοιμάστε ακόμα;» Έτσι καταλήγουν οι στίχοι του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου για το έπος του Πολυτεχνείου. Απευθύνεται στις μάζες που αδρανούν, που αδιαφορούν για τη σφαγή, που βλέπουν τα τανκς να περνάνε πάνω από τα κορμιά των φοιτητών, που ακούνε τους πυροβολισμούς να σκίζουν τον αέρα και μένουν άπραγοι σπίτι τους.

Πόσο επίκαιροι είναι οι στίχοι του Ρίτσου… 40 χρόνια μετά, η ελληνική κοινωνία είναι αντιμέτωπη με την
τρόικα, τα μνημόνια και το ΔΝΤ. Δημόσια αγαθά που καταπατώνται, κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα που εξαλείφονται, ενημέρωση που στραγγαλίζεται από τη μονοφωνία των ειδήσεων των 8...  Ψωμί που γίνεται είδος πολυτελείας στις λαϊκές γειτονιές και το επίπεδο ανεργίας στους νέους έως 25 ετών, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ,  που φτάνει  στο 60,6%, ενώ στην ηλικιακή ομάδα 25-34 ετών στο 37,4%...  Παιδεία που αφαιρείται από τα νέα παιδιά για να γίνει είδος προς πώληση...  Ελευθερία που αργοπεθαίνει πίσω από την κλειδωμένη με χειροπέδες πύλη της ΕΡΤ…  Κι όμως, ακόμη τμήμα της κοινωνίας παραζαλισμένο από τα απανωτά χτυπήματα, από τη μηντιακή προπαγάνδα, από την εξαθλίωση, από το φόβο, λουφάζει στον καναπέ της αδράνειας. Πόσο θα κοιμόμαστε ακόμα; Όχι για πολύ, ο καθένας κρύβει μέσα του έναν μικρό ήρωα που ξυπνά όταν πρέπει, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Ας είναι η φετινή επέτειος του Πολυτεχνείου ευκαιρία περισυλλογής, αυτοκριτικής και αφορμή για να αποδώσουμε στον καθένα αυτό που του αξίζει. Για δημοκρατία, για ελευθερία, για αξιοπρέπεια, για εργασιακά δικαιώματα, για δημόσια αγαθά…
Γιάννης Ρίτσος – 16 και 17 Νοέμβρη 1973

Αθήνα 16 Νοεμβρίου 1973
Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια.
Ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
Αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, – πως μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου;


17 Νοεμβρίου
Βαρειά σιωπή, διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς,
πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι-
ποιος θα πει : περιμένω απ’ το μέσα μαύρο;
Μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ΄ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω
απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη
στις λεωφόρους.
Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;